Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2012

Σχετικά με την απεργία της Δ.Ο.Ε. στις 12 του Σεπτέμβρη

του Κώστα Διαμαντή*

Η απεργία στις 12 του Σεπτέμβρη που κήρυξε η ΔΟΕ μάς φέρνει αντιμέτωπους για μια ακόμη φορά με τα γνωστά διλήμματα-ερωτήματα: 

1. Μήπως πρόκειται για μια ακόμη απεργιακή μπαλωθιά, η οποία γίνεται μόνο και μόνο για να βγει από την υποχρέωση ο κυρίαρχος συνδικαλιστικός μηχανισμός των ΠΑΣΚ και ΔΑΚΕ στη ΔΟΕ, ενόψει και της «σάρωσης» που θα επιχειρηθεί σε όλα τα επίπεδα από την κυβερνητική τρόϊκα εσωτερικού; 
2. Μπορεί μια τέτοια μπαλωθιά ν’ αξιοποιηθεί από τα πιο μαχητικά τμήματα της εκπαίδευσης (ως ένα αφετηριακό γεγονός δηλ.), προκειμένου να ....
υπάρξει μια πιο οργανωμένη απάντηση απέναντι στη λαίλαπα που ετοιμάζει η κυβέρνηση; 
3. Με άλλα λόγια, εγγράφονται προϋποθέσεις στα αιτήματα της εν λόγω απεργίας για μια ευρύτερη στήριξη της απεργίας από την κοινωνία αλλά και δυνατότητα για κοινή απεργιακή στόχευση και συμπόρευση με άλλες κοινωνικές κατηγορίες και κλάδους εργαζομένων, οι οποίοι πλήττονται εξίσου ή και χειρότερα από μας; 
Επιχειρώντας να πάρω θέση στα προηγούμενα ερωτήματα, θα σημείωνα τα εξής:  
Η «οικονομική εξαθλίωση των νέων συναδέλφων», η υποβάθμιση και υποχρηματοδότηση της εκπαίδευσης και των σχολείων, ο «μηδενικός» αριθμός μόνιμων διορισμών και όσα άλλα αναφέρει η απόφαση της ΔΟΕ ως λόγους-αιτήματα για την κήρυξη της απεργίας, μολονότι είναι σοβαρά ζητήματα, μάς «περιχαρακώνουν» και μάς «εγκλείουν» στο στενό χώρο της εκπαίδευσης και μόνο. Ακόμη και το «θεσμικό» μέρος των αιτημάτων της απεργίας δεν έχει καμία πιθανότητα αποτελεσματικής απεύθυνσης στην κοινωνία πλέον. Κι αυτό γιατί είναι τέτοια η κοινωνική και οικονομική κατεδάφιση που έχει συντελεστεί τα δυο προηγούμενα χρόνια στη χώρα μας σε πολύ πιο κρίσιμους τομείς (υγεία-περίθαλψη, κοινωνική ασφάλιση, τομέας εργασίας), είναι τόσο ζοφερή και αδιέξοδη η πραγματικότητα που μας υπόσχεται η κυβέρνηση μέσω των επικείμενων οικονομικών μέτρων, που η απόπειρα κατάδειξης της «οικονομικής εξαθλίωσης του νεοδιόριστου εκπαιδευτικού» ηχεί περίπου ως μια παράταιρη κοινοτοπία! Επίσης, ελάχιστα ενδιαφέρει την κοινωνία η υποχρηματοδότηση των σχολικών επιτροπών, όταν λ.χ. στα νοσοκομεία που προσέρχεται δεν υπάρχουν βασικά αναλώσιμα υλικά για ν’ αντιμετωπιστεί το οτιδήποτε, όταν ένα τμήμα της κοινωνίας δεν έχει πρόσβαση σε γιατρό και φάρμακα, όταν βομβαρδίζεται από χαράτσια, φόρους, ακρίβεια, όταν, ακόμη ακόμη, δεν έχει στοιχειώδες εισόδημα για να ζήσει. 
Μια εκπαιδευτική απεργία, η οποία έχει στενά κλαδικό χαρακτήρα και αιτήματα, ακόμη και γενικότερη συνδικαλιστική πλαισίωση να έχει (τώρα ή στην πορεία) από την ΑΔΕΔΥ, είναι σίγουρο ότι δεν μπορεί να δημιουργήσει καμία βάση για ευρύτερη συσπείρωση και, άρα, να καταγράψει κανένα αξιοσημείωτο αποτέλεσμα. Κι αυτό γιατί όταν στοχεύουμε στην κατάδειξη «επιμέρους» (στον τομέα της εκπαίδευσης) αδιεξόδων από την άσκηση μιας πολιτικής (ιδιαίτερα στην παρούσα συγκυρία), χωρίς ν’ αμφισβητούμε τους ίδιους τους πολιτικούς φορείς άσκησης αυτής της πολιτικής, απλώς κάνουμε μια τρύπα στο νερό! Εξάλλου, ακόμη και μεταξύ των συναδέλφων υπάρχει διάχυτη η αντίληψη πως μια τέτοια απεργία δεν υπακούει σε καμιά απολύτως στρατηγική και γι’ αυτό δεν έχει καμία απήχηση. Αντίθετα, αυτή το μόνο που πετυχαίνει είναι να εμπεδώνει αισθήματα αδιεξόδου, απαισιοδοξίας, μοιρολατρίας και παραίτησης. Μονιμοποιεί δηλ. την αντίληψη (η οποία αξιοποιείται, στη συνέχεια, από τους ίδιους κύκλους που προκηρύσσουν τέτοιες απεργίες) ότι «τίποτε δεν μπορεί να γίνει με τις απεργίες», όπως, άλλωστε, συχνά πυκνά λέγεται. Κατά συνέπεια, η αποτυχία της πρέπει να θεωρείται προδιαγεγραμμένη. 
Οι προηγούμενες σκέψεις ξέρω πως καθόλου δεν αφορούν τους εκπροσώπους της κυρίαρχης συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, με πρωτοβουλία των οποίων κηρύχτηκε η απεργία, αφού οι σκέψεις μου δεν κάνουν κάτι άλλο από το να επικαιροποιούν τις πανθομολογούμενες προθέσεις τους. 
Αφορούν όμως (και πρέπει να αφορούν) τις δυνάμεις της εκπαιδευτικής Αριστεράς, οι οποίες οφείλουν να νοιάζονται για την προοπτική και την έκβαση κάθε απεργίας, αν και εφόσον, βέβαια, εξακολουθούν να θεωρούν την απεργία ως ένα πολύ σοβαρό όπλο διεκδίκησης και αγώνα, το οποίο πρέπει να το διαφυλάσσουμε σε κάθε περίπτωση και να μην το χαρίζουμε στο βωμό των όποιων σκοπιμοτήτων, «καίγοντάς» το, ουσιαστικά. Οι δικές μας λοιπόν δυνάμεις, για μια ακόμη φορά, φαίνεται πως σύρονται (με τη γνώριμη «κεκτημένη ταχύτητα») στην απεργιακή μπλόφα που στήνουν οι δυο κυρίαρχοι χώροι στη ΔΟΕ, ανήμπορες να δουν τη συνολικότερη κατάσταση που τείνει να διαμορφωθεί και να δράσουν ανάλογα. 
Γιατί, το να παραδεχόμαστε ότι μια απεργία δεν πληροί σοβαρές προϋποθέσεις αγώνα από πλευράς αιτημάτων, οργάνωσης, στρατηγικού σχεδιασμού και να εμμένουμε (χρόνια τώρα) στο γνωστό μοτίβο «όμως εμείς, παρόλα αυτά, πρέπει να απεργήσουμε» είναι σαν να είμαστε «ταμένοι στις απεργίες» και να φαντασιωνόμαστε κλιμάκωση και ανατροπές εκεί όπου δεν υπάρχουν. Ένα μέρος του κόσμου της εκπαιδευτικής Αριστεράς έχει κουραστεί να κουβαλάει τη χρόνια αυταπάτη ότι «με το να απεργώ προβάλλοντας δικά μου αιτήματα κάθε φορά, κάτι θα βγει». Οι ανατροπές χρειάζονται προϋποθέσεις και σχεδιασμό για να γίνουν. Αλλιώς θα τις αναζητούμε πάντα στο επίπεδο του φαντασιακού! 
Αντίθετα, έχω τη γνώμη πως όλοι όσοι ξεκινάμε από μια ορισμένη ιδεολογική αφετηρία και θέλουμε να συμβάλουμε σοβαρά στην ανάσχεση (κατ’ αρχήν) και στην ανατροπή (στη συνέχεια) της σημερινής ζοφερής πραγματικότητας, οφείλουμε να συνδιαμορφώσουμε και ν’ αναδείξουμε μια συνολικότερη απεργιακή πρόταση, ανεξάρτητα από το αν αυτή θα υιοθετηθεί από τους εκπροσώπους του κυρίαρχου συνδικαλιστικού χώρου. (Άλλωστε, αυτό αποτελεί κι ένα ακόμη στοίχημα. Ποιο δηλ.; Ν’ αποδειχθεί περίτρανα και ανοιχτά πλέον πώς παίζει το παιχνίδι χρόνια τώρα αυτή η ανυπόληπτη γραφειοκρατία, παρέχοντας δηλ. απλόχερα πίστωση χρόνου στην εκάστοτε πολιτική εξουσία για να υλοποιεί την πολιτική της και περιοριζόμενη η ίδια στην κήρυξη απεργιών της πλάκας, χωρίς κανέναν ιδιαίτερο σχεδιασμό και διακύβευμα). 

Η πρότασή μας αυτή οφείλει να θέτει ως στόχο της τη δημιουργία βάσιμης, ορατής και ελπιδοφόρας προοπτικής αγώνα όχι μόνο για τον εκπαιδευτικό κόσμο αλλά και για την κοινωνία συνολικότερα. Πώς μπορεί να υπηρετηθεί ένας τέτοιος μεγαλεπήβολος (ωστόσο, αναγκαίος όσο ποτέ) στόχος; Διασφαλίζοντας το χαρακτήρα, τους όρους κήρυξης και, συνακόλουθα, το στόχο της απεργίας. 

Γίνομαι πιο συγκεκριμένος. 

Σήμερα δεν πλήττεται μόνο ο χώρος της εκπαίδευσης και οι εκπαιδευτικοί. Συνεπώς, έχει νόημα να διαμορφωθεί πρόταση για την κήρυξη μιας Γενικής Απεργίας. Μιας απεργίας στην οποία θα συμμετάσχουν όλοι οι κλάδοι και κατηγορίες εργαζομένων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Ποιος μπορεί να μας αντιτείνει κάτι σ’ αυτό; Ποιος μπορεί να μας πει πως δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για μια τέτοια ευρεία συμπόρευση, όταν η φτώχεια και η εξαθλίωση πλήττει πλέον ευρύτατα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας; Αυτό όμως από μόνο του δε φτάνει. 
Η Γενική αυτή απεργία θα πρέπει να έχει και ένα ακόμη χαρακτηριστικό: Να είναι Πολιτική Απεργία. Να θέτει το αδιέξοδο που αντιμετωπίζουμε σήμερα ως κοινωνία στην ουσία του και στην ολότητά του κι όχι επιμερισμένα και ξώφαλτσα. Ότι δηλ. όλα τα προβλήματα που βιώνουμε συνδέονται με την υιοθέτηση μιας ορισμένης πολιτικής, η οποία, με τη σειρά της, υλοποιείται από συγκεκριμένους πολιτικούς φορείς (με συγκεκριμένο όνομα και πολιτική ταυτότητα). 
Οι φορείς αυτοί (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ), μολονότι διαθέτουν «νωπή» λαϊκή εντολή διακυβέρνησης, όπως μπορεί να μας αντιτείνουν κάποιοι, στερούνται (ακόμη και με τους όρους που προβλέπεται να λειτουργεί το αστικό κοινοβουλευτικό σύστημα) κοινωνικής νομιμοποίησης, στο βαθμό που έχουν εξαπατήσει όσους τους ψήφισαν, ζητώντας την εντολή για άλλο πρόγραμμα από αυτό που υλοποιούν. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως η σημερινή κυβερνητική τρόϊκα εσωτερικού λειτουργεί ερήμην της βούλησης του τμήματος της κοινωνίας που την ψήφισε. Επομένως, έχει τον ίδιο βαθμό νομιμοποίησης μ’ εκείνον που είχε παλιότερα και η κυβέρνηση Παπανδρέου-Παπαδήμου. 
Η αναγνώριση του γεγονότος αυτού δημιουργεί άλλα καθήκοντα για μας. Τα καθήκοντα αυτά μάς υπαγορεύουν να μη σταματάμε στο αίτημα «ν’ ανατραπεί αυτή η πολιτική», αλλά να περάσουμε ταχύτατα σε μία συνολικότερη διεκδίκηση και σε έναν ευρύτερο στρατηγικό στόχο που να περιλαμβάνει το σχεδιασμό ενός κλιμακωτού και πολύμορφου απεργιακού αγώνα (π.χ. με 24ωρες Γενικές Πολιτικές απεργίες σε τακτά διαστήματα και συλλαλητήρια σε όλες τις πόλεις της χώρας) με έναν και μόνο στόχο-αίτημα : Την άμεση παραίτηση της σημερινής κυβέρνησης. 
Μια παραίτηση η οποία θα επιτευχθεί (και) με όρους κοινωνικού κινήματος και από τα κάτω. Η εμπειρία που έχουμε αποκομίσει από το διάστημα των δυο προηγούμενων ετών θα πρέπει επιτέλους ν’ αξιοποιηθεί. Και αυτή η εμπειρία δείχνει ότι το αριστερό συνδικαλιστικό κίνημα, όσο περιορίζεται σε ένα πλαίσιο κλαδικών αιτημάτων και διεκδικήσεων για επιμέρους ζητήματα (σήμερα στο χώρο της εκπαίδευσης, αύριο της υγείας, μεθαύριο κάποιου άλλου τομέα) ή το πολύ «ανοίγεται» παραπάνω μιλώντας για «ανατροπή της υλοποιούμενης κάθε φορά πολιτικής», αναλώνεται σε αναποτελεσματικές απεργιακές κινητοποιήσεις, οι οποίες αφήνουν σ’ όσους συμμετέχουμε μια πικρή γεύση απογοήτευσης κι ένα αίσθημα ανολοκλήρωτου. Κι αυτό γιατί όλες αυτές οι απεργίες (ως αποτέλεσμα), ουσιαστικά, επιτρέπουν στην εκάστοτε κυβέρνηση να ξεδιπλώνει το καταστροφικό της έργο και στους τοκογλύφους να κάνουν το παιχνίδι τους σε βάρος όλων μας. Ταυτόχρονα, αφήνουν αναπάντητο το κρίσιμο διπλό ερώτημα: 
α. Πόσο λογικό (ή και αφελές ακόμη) είναι να ζητάμε ν’ αλλάξει πολιτική μια κυβέρνηση, η οποία λειτουργεί κάτω από ορισμένες δεσμεύσεις ή και διατεταγμένη υπηρεσία, από όλο το μπλοκ του ντόπιου και ξένου αστικού κατεστημένου; 
β. Ένα τέτοιο περιοριστικό αίτημα πόσο μπορεί να συσπειρώσει και να εμπνεύσει ένα ευρύτερο τμήμα του κόσμου, ώστε ν’ αγωνιστεί για την πραγμάτωσή του, όταν δεν τού απαντάμε στο επόμενο εξίσου κρίσιμο ερώτημα: «και μετά τι μπορούμε να περιμένουμε;» 
Όσο το διπλό αυτό ερώτημα μένει αναπάντητο, κάθε απεργία θα είναι αναιμική και θα οδηγεί σε αποτυχία, αφού θα στερεί από τους συμμετέχοντες σ’ αυτήν κάθε συνολικότερη οραματική στόχευση. Αν δεν πούμε σήμερα, ως εκπαιδευτική (και γενικότερη) Αριστερά, σε όλη την κοινότητα των εργαζομένων, η οποία μέρα τη μέρα βυθίζεται στη φτώχεια και την απόγνωση, «ελάτε μαζί μας σε μια Γενική Πολιτική απεργία για να τους ανατρέψουμε σήμερα», πότε θα το πούμε; Όταν θα έχει καταστραφεί κι ο υπόλοιπος παραγωγικός ιστός της πατρίδας μας, θα έχει ισοπεδωθεί η κοινωνία, θα έχουν ξεπουληθεί όλες οι υποδομές, οι δημόσιες επιχειρήσεις και οι πλουτοπαραγωγικοί τομείς, θα έχουν υπογραφεί μερικά ακόμη Μνημόνια και Μεσοπρόθεσμα προγράμματα; Ή μήπως θεωρούμε ότι τα κοινωνικά συντρίμμια και η προϊούσα οικονομική εξαθλίωση της κοινωνίας θα συντείνει στη ριζοσπαστικοποίηση της συνείδησης του κόσμου; 
Σε διαφορετική περίπτωση, ποιο αίτημα θα πρέπει (πρώτα) να προτάξουμε στις αναγκαίες απεργίες του επόμενου χρονικού διαστήματος; 
× Τη διασφάλιση ενός ελάχιστου εισοδήματος για το 1,5 εκ. ανέργων της χώρας μας; 
× Τη δυνατότητα να συνεχίσουν να λειτουργούν οι καταρρέουσες δομές στην υγεία, την κοινωνική πρόνοια, την κοινωνική ασφάλιση, την εκπαίδευση; 
× Τη διασφάλιση του δημόσιου χαρακτήρα στο νερό, την ηλεκτρική ενέργεια, το φάρμακο, την περίθαλψη που τώρα βρίσκονται ένα βήμα πριν την ιδιωτικοποίηση; 

Κι αν καταφέρουμε και ιεραρχήσουμε τα πιο πάνω και πολλά ακόμη αιτήματα, σε ποιον πολιτικό φορέα θα απευθυνθούμε, προκειμένου να τα υλοποιήσει; Στη ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ μήπως; 

Ξέρω πως τέτοια ερωτήματα θέτουν ζητήματα τα οποία (κατά πολλούς) υπερβαίνουν το συνδικαλιστικό επίπεδο, αγγίζοντας το κορυφαίο ζήτημα της αλλαγής των σχέσεων της πολιτικής εξουσίας. Το αντιλαμβάνομαι και ακριβώς το ζήτημα αυτό θέτω. Όσο δεν αποτελεί αυτό κορυφαίο ζήτημα (και) απεργιακού αγώνα από μέρους μας, κάποιοι (όπως εγώ) είμαστε υποχρεωμένοι να πάρουμε αποστάσεις από απεργιακές μπαλωθιές σαν αυτή στις 12 του Σεπτέμβρη. Γιατί, βλέπουμε πως, ενώ έχει υπάρξει βίαιη αλλαγή πολιτικού, οικονομικού και κοινωνικού «παραδείγματος», ακόμη και οι δικές μας συνδικαλιστικές δυνάμεις λειτουργούν όπως ακριβώς λειτουργούσαν στο προηγούμενο «παράδειγμα» (πριν το 2009). 
Ωστόσο, το όπλο της απεργίας είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να το εκχωρούμε στους παρακοιμώμενους της εκάστοτε πολιτικής εξουσίας που θέλουν να κάνουν παιχνιδάκια μ’ αυτό. Αγώνες «για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη...» δεν μπορούν να εκφράζουν κανέναν που αγωνιά και αντιλαμβάνεται πως η σημερινή κυβέρνηση μάς οδηγεί μέρα με τη μέρα στην καταστροφή. Οφείλουμε, λοιπόν, ν’ αναλάβουμε δράση άμεσα, συγκροτώντας ένα ευρύ συνδικαλιστικό κίνημα (με αμιγώς πολιτικά χαρακτηριστικά), το οποίο θα συμβάλει καθοριστικά στην εκδίωξη της σημερινής κυβέρνησης που μας απειλεί άμεσα όλους. 
Όσο το αριστερό συνδικαλιστικό κίνημα διακατέχεται από φοβία και ηττοπάθεια, δεν μπορεί ν’ αποτελέσει την αναγκαία πρωτοπορία που θα συμβάλει στην ανατροπή (καταρχήν) της σημερινής πολιτικής κατάστασης στη χώρα μας. 
Αν αυτή η ανατροπή δεν υπάρξει (προφανώς με τη συγκρότηση μιας κυβέρνησης της Αριστεράς, η οποία θα παλέψει υπέρ των συμφερόντων του κόσμου της εργασίας), δεν μπορώ να φανταστώ πώς μπορεί ν’ αναχαιτιστεί η καταιγίδα των φόρων, των χαρατσιών, των απολύσεων, της διεύρυνσης της φτώχειας, της πλήρους υποταγής της χώρας μας στους ντόπιους και ξένους τοκογλύφους. Δεν μπορώ να φανταστώ για ποιο μέλλον θα μπορούμε να μιλάμε αύριο. 
Ως μέλος Δ.Σ. πρωτοβάθμιου Σωματείου είμαι υποχρεωμένος να καταγγείλω την εν λόγω απεργία ως απαράδεκτη και παρελκυστική στην αναγκαία ανάπτυξη πραγματικού συνδικαλιστικού και κοινωνικού αγώνα για την ανατροπή της σημερινής πολιτικής κατάστασης και να δηλώσω ότι δε θα συμμετάσχω σ’ αυτήν. Η παροχή νομιμοποίησης σε τέτοιου είδους απεργίες πρέπει, επιτέλους, να τελειώσει! 
* Ο Κώστας Διαμαντής, είναι μέλος του Δ.Σ. του Συλλόγου Εκπαιδευτικών Π.Ε. Αγρινίου-Θέρμου 
Αγρίνιο, 7/9/2012

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε τα σχόλια να είναι αντίστοιχα της ανάρτησης και να μην θίγουν την προσωπικότητα κανενός πολίτη.
Ευχαριστώ για τη Συμμετοχή