Πού είναι ο Δάσκαλος;
(Για τον Δημήτρη Γληνό)
5 Οκτώβρη 2016, Παγκόσμια ημέρα του εκπαιδευτικού
Το 2002 έτος δυσοίωνο για την Ελλάδα σημαδεύεται
με την επίσημη απαγόρευση της δραχμής ως εθνικού νομίσματος. Αφετηρία πολλών
δεινών από τον «εκσυγχρονισμό» του Κ. Σημίτη με φρούδες ελπίδες για τον Λαό και
στο τέλος χρεοκοπία. Σε αυτό το πολιτικό σκηνικό και στο Δήμο του Ταύρου, με
δήμαρχο τότε και αντιδήμαρχο σήμερα τον Δ. Σούτο, ίσως για να ξορκίσουν το κακό
που ερχόταν, τοποθετήθηκε στη μικρή πλατεία η προτομή του παιδαγωγού, φιλοσόφου
και αγωνιστή Δημήτρη Γληνού (1882-1943) έργο του...
γλύπτη Γιώργου Χουλιαρά. Ορθή
επιλογή σε χαλεπούς καιρούς.
Απέναντι και διαγώνια
από το σχολικό συγκρότημα Γυμνασίων-Λυκείων Ταύρου, με το ιστορικό αμφιθέατρο
«Νίκος Τεμπονέρας», δόθηκε επίσημα στον Δ. Γληνό μια θέση μόνιμη και οργανική
για να κοσμεί και να διδάσκει στη μικρή πλατεία που φέρει το όνομά του.
Οργανικός διανοούμενος του Λαού ρίζωσε στη γειτονιά της Αντίστασης απέναντι από
το Νίκο Τεμπονέρα σε μια σχέση διαλεχτική στον τόπο και στο χρόνο, αφετηρία
στοχασμού για το μέλλον της εκπαίδευσης. Πού πάμε;
Στη λαϊκή γειτονιά
του Ταύρου που σχεδίασε και ζωγράφισε με τα χρώματα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού
ο αείμνηστος δήμαρχος Π. Βακαλόπουλος επί σειρά ετών, με τις ιδέες εκείνες που
δικαίωναν τον εργάτη της καθημερινότητας και τον ανύψωναν στους ουρανούς, με
στόχο «την ολοκληρωτική απολύτρωση του Λαού» κατά τον Γληνό.
Αυτές οι ιδέες, τα
έργα και η λαϊκή προοπτική μελετημένα και στοχευμένα αμφισβητήθηκαν από τον
επερχόμενο «εκσυγχρονισμό» και στη συνέχεια εκσφενδονίστηκαν και πολτοποιήθηκαν
στη μηχανή της «ανάπτυξης» και της «ευημερίας» με ευρώ.
Παρατηρητής αυτών των
εξελίξεων ο Ανέστης πολιτικός πρόσφυγας, παλιός αλλά και νέος κάτοικος του
Ταύρου από τότε που επαναπατρίστηκε. Η γειτονιά του τα χρόνια της Κατοχής ήταν
τα Γερμανικά. Στον πίσω δρόμο από το σπίτι της Επονίτισσας Αθηνάς Χατζηεσμέρ
ήταν και η δική του παράγκα. Ακόμα έχει στ’ αυτιά του τη φωνή της μάνας της
στην είδηση της εκτέλεσης στον τοίχο της Καισαριανής (5.9.1944). Ο Ταύρος
πάγωσε στο χαμό της. Πίκρα και βουβαμάρα. Έτσι έφευγαν οι γενναίοι. Οι άλλοι
έκαναν πως ζούσαν, όπως και σήμερα. Εκείνος αναγκάστηκε να γίνει Καπετάνιος στο
βουνό κι όχι στη θάλασσα. Αργότερα ανεπιθύμητος στη πατρίδα του επειδή έδιωξε
τους Γερμανούς και ήταν ανάμεσα στους «σταμπαρισμένους» και «αποδεδειγμένως ως
αντεθνικώς δράσαντες», ξενιτεύτηκε στον κομμουνισμό. Η παράγκα του έπεσε και οι
άνθρωποί του χάθηκαν. Με την επιστροφή του έμελλε να εγκατασταθεί κοντά στην
αδελφή του Μάρω στην πάνω γειτονιά. Η μεγαλύτερη χαρά που πήρε στη ζωή του ήταν
όταν έμαθε πως το Υπουργείο Παιδείας έδωσε στο 2ο Γυμνάσιο του
σχολικού συγκροτήματος, απέναντι από τον Δ. Γληνό, το όνομα της Αθηνούλας. Η
δικαίωση της Εθνικής Αντίστασης και του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ ήρθε και τον βρήκε ζωντανό,
σιγοψιθύρισε κοντά στην προτομή του Δασκάλου. Θυμήθηκε τότε την Χατζηεσμέρ που
του έφερε νύχτα την προκήρυξη «Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ» γραμμένη από το
χέρι του Γληνού τον Σεπτέμβρη του 1942.
Όταν ο Δάσκαλος
τοποθετήθηκε στη μικρή πλατεία της γειτονιάς, ο Ανέστης χάρηκε διπλά, γιατί από
τη μια ο Γληνός είχε απαντήσει με το έργο αυτό στη δική του ένταξη στο ΕΑΜ κι
από την άλλη γιατί θα μπορούσε να γνωρίσει τον αγωνιστή παιδαγωγό στους
γείτονες που τον αγνοούσαν.
Το σκηνικό της
πλατείας περιελάμβανε εργατικές πολυκατοικίες ολόγυρα πλαισιωμένες από
ολόδροσες πρασιές γεμάτες σαλιγκάρια στις πρωινές βόλτες. Εσπεριδοειδή και
φοινικόδεντρα με κυρίαρχη την ελιά πίσω από το πέτρινο σιντριβάνι να δείχνει
την Ελλάδα και την Ειρήνη. Ήταν η εποχή και ο τόπος των Οραμάτων. Σ’ αυτό το
φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον ο Δ.Γληνός έδινε τον τόνο τις απογευματινές
ώρες στα τραπεζάκια που στήνονταν γρήγορα με επίκεντρο τις πολιτικές
συζητήσεις. Εκεί ο Ανέστης έστησε το δικό του μικρό σχολείο και τους πρωτομίλησε
για τον Γληνό. Γνώριζε καλά το έργο του, από πρώτο χέρι είχε διαβάσει τα γραφτά
του Δασκάλου και σα να ήθελε να στηρίξει επάνω του την ελπίδα του κόσμου όταν
διαφωνούσαν στην παρέα, εγύρναε και τον ρωτούσε: «Τι λες και συ δάσκαλε;». Ο
Φώντας γέλαγε στο άκουσμα αυτής της συνομιλίας. Τι σου απάντησε ο δάσκαλος,
Ανέστη; Μιλάει ο μπρούντζος; και τον πείραζε χαριτολογώντας. Τότε ο πολιτικός
πρόσφυγας εσηκωνότανε όρθιος και δείχνοντας το σχολείο απέναντι απαντούσε πως
όλη η δουλειά πρέπει να γίνει εκεί. Η μόρφωση του Λαού είναι η αρχή για την
αλλαγή του κόσμου. Εκεί θα πρωτανθίσουν τα γαρούφαλα. Τυχαίο αν ήταν, δεν ξέρω,
μα στη στιγμή από το σιντριβάνι πετάχτηκε νερό καθάριο, δροσερό που μούσκεψε
την πέτρα «και κάλεσε νάν’ το χαρούν οι διψασμένοι». Ήπιαν και πότισαν τα
όνειρα που φτέρωσαν στη μικρή πλατεία και του θύμισε την Τασκένδη.
«Μην αμελήσετε. Πάρτε
μαζί σας νερό, ψιθύρισε στους γείτονες ο Ανέστης, το μέλλον μας θα έχει πολλή
ξηρασία…» και θυμήθηκε τους στίχους του Μιχάλη Κατσαρού που τον συντρόφεψαν την
προηγούμενη νύχτα. Δύσκολη η προσφυγιά. Πολλοί ήταν εκείνοι που δεν κατάφεραν
τη σύνδεση στην εξορία με την πατρίδα, επιλέγοντας το εκεί ή το εδώ, δίχως
επιστροφή. Ο Ανέστης όμως ξεχώριζε. Το πάλευε κι ας βίωνε τη φθορά.
Συναισθανόταν το χρέος. Με τον Γληνό μπροστά του και τον Τεμπονέρα απέναντι στο
σχολείο είχε γερές βάσεις να πετύχει τη σύνθεση. Τα απογεύματα στα παγκάκια,
τους μιλούσε για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, για τους στόχους και την
επικαιρότητα του Εκπαιδευτικού Ομίλου κρατώντας ζωντανά τα λόγια του Δασκάλου:
«Κάθε σημαντική κοινωνική μεταρρύθμιση, άρα και η εκπαιδευτική, γίνεται με μέσο
την πάλη των κοινωνικών τάξεων» όπως έγραφε στη «Διακήρυξη» του Ομίλου το 1927.
Από το 1910 που ιδρύθηκε ο Εκπαιδευτικός Όμιλος η προσπάθεια ήταν επίπονη και οι
ζυμώσεις καθημερινές, τόσο για τη δική του πορεία όσο και για την κοινωνική –
εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που πάντα έμενε στα μισά του δρόμου… Το ξύπνημα και η
μόρφωση της εργατικής τάξης θα έφερνε την απελευθέρωση του Λαού από τους
ντόπιους και ξένους δυνάστες και τα τσιράκια τους που στάθηκαν αρωγοί στο
βέβηλο έργο της αποκοίμησης και της παραπληροφόρησης. Η επιμονή του Ανέστη ήταν
ηρωική και συγκέντρωνε το ενδιαφέρον της σύγχρονης πλατείας στο διάβασμα του
περιοδικού «Αναγέννηση» που πάλευε αντίθετα από το αστικό καθεστώς για την
αληθινή αναγέννηση του Λαού. Διάβαζε: «Οι αναίσχυντα πουλημένοι στις ξένες
προπαγάντες εφημεριδογράφοι βγήκαν προστάτες της πατρίδας. Οι αντιπρόσωποι της
κοινωνικής τάξης όπου ανθίζουν τα οικογενειακά τρίγωνα, βγήκαν προστάτες της
οικογένειας. Έτσι είναι. Γιατί είχαν στήριγμά τους την αμορφωσιά του λαού, και
τον θέλουν μορφινισμένο. Γιατί ο λαός θα αναγεννηθεί και η θρησκεία θα
ζωντανέψει στις θρήσκες ψυχές και η ηθική, η ανθρωπιστική ηθική, θα
αναστηλωθεί, άμα λείψουν οι τέτοιου είδους υποστηριχτές τους. Οι κάπηλοι, οι
γαντοφορεμένοι με λευκά γάντια κάθε ανθρωπισμού» (περ. «Αναγέννηση», τ. 2,
1927). Στην κατεύθυνση της αναγέννησης στόχευε και η αφύπνιση των δασκάλων που
για τον Γληνό «ήταν κι αυτοί θύματα πολλαπλής δουλείας, πνευματικής,
οικονομικής και ηθικής. Για να λευτερωθούν και να λευτερώσουν έπρεπε να
επιλέξουν, πράμα δύσκολο! Ο δάσκαλος αν ήθελε να είναι τίμιος έπρεπε να γίνει
μάρτυς και αν δεν ήθελε να είναι μάρτυς έπρεπε να είναι επιτήδειος κόλαξ
αφρονημάτιστος» ή απλώς να κοιτάει τη δουλειά του και το σπίτι του όπως
σιγοψιθυρίζεται και σήμερα στα σπίτια, στα καφενεία και στα σχολεία.
Στο σημείο αυτό
σταμάτησε για λίγο ο Ανέστης και κοίταξε προς το Αμφιθέατρο ενθυμούμενος τον
άλλο Δάσκαλο και Μάρτυρα Νίκο Τεμπονέρα που όταν έκανε πράξη τα λόγια του
Γληνού δολοφονήθηκε μέσα σ’ ένα παραλήρημα μίσους από τη φιλελεύθερη και
δημοκρατική κοινωνία της ανοχής και όχι της αντοχής στην αλήθεια ότι η παιδεία
είναι ταξική κι όχι «εθνική» όπως υποστήριξε η «Διακήρυξη» του Εκπαιδευτικού Ομίλου.
Ενημερωμένος πάντοτε ο Ανέστης για τα δρώμενα της γειτονιάς του μετείχε
χαρούμενος κοινωνός της τέχνης στο ετήσιο Φεστιβάλ των μαθητών των σχολείων του
Ταύρου. Τα πρώτα χρόνια, στην εποχή της Άνοιξης, επί Βακαλόπουλου, τα εγγόνια
της γειτονιάς του τον προσκαλούσαν να απολαύσει τις θεατρικές παραστάσεις στο
αμφιθέατρο «Ν. Τεμπονέρας». Ωραίες επιλογές αγωνιστών δασκάλων και μιας τοπικής
κοινωνίας που έσφυζε από παλμό και πάθος για το Λαϊκό Πολιτισμό.
Με
τον καιρό, ο νεοπλουτισμός, η αδιαφορία, το βόλεμα, ο ατομισμός, ο
ωχαδελφισμός, δηλαδή όλα τα καμάρια του νεοφιλελεύθερου εκσυγχρονισμού άφηναν
αποτυπώματα ελαφρότητας. Τα λαϊκά σπίτια με τις αυλές και τα γιασεμιά έπεφταν
και δίνονταν αντιπαροχή στην προσπάθεια οικοδόμησης μιας νέας κατάστασης
πραγμάτων. Ψηλά υπερπολυτελή νεόδμητα φυλάκιζαν και απομόνωναν τους κατοίκους
του Ταύρου που πιεσμένοι από τα δάνεια της εξάρτησης άρχισαν να παρακολουθούν
στο αμφιθέατρο «Ν. Τεμπονέρας» παραστάσεις αβάσταχτης ελαφρότητας, για να
ξεκουράζονται και να ξεθυμαίνουν από την πίεση του χρέους και του νέου τρόπου
ζωής. Ολημερίς στο τρέξιμο το βράδυ πολυθρόνα, σκάι και ξερό ψωμί. Έτσι στο
αμφιθέατρο, οι κωμωδίες του Δ. Ψαθά τους ψυχαγωγούσαν για να επιπλέουν
αδιαμαρτύρητα εκεί που τους έριξαν. Η ζωή συνεχιζόταν και ο μικρός Ταύρος δεν
έλεγε να θυμώσει, απλώς κοίταγε τη δουλειά του.
Τη δουλειά του όμως
κοίταγε και ο Ανέστης που δεν έλεγε να τα παρατήσει. Κάποιες φορές φάνταζε
γραφικός σ’ αυτούς που είχαν εγκαταλείψει τα εγκόσμια και ιδιώτευαν, παρόλο που
κατά βάθος ντρέπονταν για τη ζωή τους. Ο Ανέστης, σιγά τώρα που θα τους έκανε
και μάθημα για τον Γληνό! Ένας πρόσφυγας που δεν τον χωρούσε ο τόπος ήτανε και
δεν ήθελε να καταλάβει πως ο κόσμος προχωρούσε μπροστά. Πολλοί σταμάτησαν να
του μιλάνε γιατί τους ενοχλούσε η παρουσία του. Γέρασε και όλο τα ίδια και τα
ίδια… έλεγαν. Ο κόσμος πάει μπροστά, τρέχει με τα καγιέν και αυτός εκεί
κολλημένος με τον Γληνό. Βρε τον κακομοίρη! Κι ένα όμορφο πρωινό, οι
εκσυγχρονιστές και οι βολεμένοι εαυτούληδες ξύπνησαν όχι από τις καμπάνες της Αγίας
Σοφίας αλλά από τις καμπάνες της κρίσης. Τα καμπανάκια του χρέους και της
διαφθοράς χτυπούσαν παντού τριγύρω από καιρό, αλλά κανείς δεν έδινε σημασία με
την πεποίθηση ότι με το ευρώ θα τη βγάλουν καθαρή. Όλοι χόρευαν στο ρυθμό της
εποχής. Ήταν μόδα. Τ’ απόνερα της «ευημερίας» δεν άργησαν να φανούν. Το
αμφιθέατρο «Ν. Τεμπονέρας» αρρώστησε. Ποτάμι έτρεχαν τα δάκρυά του για τη
μετάλλαξη του σχολείου. Η πλημμυρίδα της αδιαφορίας και της κρίσης το σκέπασε.
Όλοι το εγκατέλειψαν. Στο τέλος έπιασε ψύλλους και σφραγίστηκε. Τα παιδιά δεν
μπορούσαν πια να χαρούν τον «Νίκο Τεμπονέρα» και το μαθητικό φεστιβάλ
εξορίστηκε. Ιδιωτικοί προτεινόμενοι χώροι επιλέγονταν για τις γιορτές του
σχολείου. Η δημόσια και δωρεάν παιδεία πήγε περίπατο. Τα σχολεία άρχισαν να
απλώνουν το χέρι λέγοντας «ότι έχετε ευχαρίστηση» στους έξυπνους επιχειρηματίες
– χορηγούς που έκαναν δωρεές με το αζημίωτο. Το πέρασμα από τη μία κατάσταση
στην άλλη ούτε που το κατάλαβαν. Λένε ότι ο ύπνος είναι αδελφός του θανάτου. Το
δημόσιο ήταν μια ανοιχτή πληγή που έπρεπε να κλείσει. Αυτό το κλείσιμο ανέλαβαν
πολλοί χειρουργοί με κορυφαίους την ΕΕ, το ΔΝΤ και τον ΟΟΣΑ. Τα σχολεία έπρεπε
να γίνουν «αυτόνομα» και «ανταγωνιστικά» όσο για τη χρηματοδότηση και τη
συντήρησή τους η νέα συνταγή ήτανε η φιλανθρωπία. Στο μεταξύ η φτώχεια και η
ανεργία σκέπασε τη χώρα που ζούσε με μνημόνια και δάνεια εξάρτησης, αφού
πρόλαβε και ξεχρέωσε τα «δάνεια του αγώνα». Η εξάρτηση καλλιέργησε το φόβο και
μέσα στον κουρνιαχτό ο φασισμός σήκωσε κεφάλι. Ο Ανέστης με απορία έβλεπε ακατανόητες
ανθρώπινες συμπεριφορές. Ακόμα και οι δάσκαλοι έσκυψαν για να καλοπερνάνε στα
βάσανα. Δάσκαλος σκυφτός αμόρφωτος λαός. Όλα τα περίμενε πια! Όταν όμως άκουσε
ότι στα σχολεία κάποιοι ήταν επιφυλακτικοί με την Εθνική Αντίσταση και την
ΕΠΟΝ, ένιωσε το τρίξιμο των δοντιών του. Η «δασκάλα» είπε πως πρέπει να
ξεχάσουμε τα παλιά. Γιατί να ξύνουμε πληγές; Ο κόσμος προχωράει. Τη Χατζηεσμέρ
τη σεβαστήκαμε αλλά μέχρι εκεί, δεν θα γράψουμε και μέσα στο σχολείο πως ήταν
Επονίτισσα. Το σχολείο πρέπει να παραμένει ουδέτερο, δεν είναι ταξικό παρόλο
που έχει τάξεις. Ίσως η δασκάλα σκεφτόταν ότι με την απόκρυψη της Αλήθειας δεν
θα έθιγε τους δολοφόνους της Αθηνάς και του Τεμπονέρα. Ήταν της άποψης να μη
σκαλίζουν τον κήπο της μνήμης, γιατί όλο και κάτι επικίνδυνο μπορεί να
ξεφυτρώσει. Βολεύει καλύτερα να τα τσιμεντάρουμε όλα.
Με το αμφιθέατρο τι
γίνεται; Ρωτούσε ο Ανέστης. Ο Δήμος δεν έχει λεφτά να το φτιάξει, έλεγαν. Ο
«Τεμπονέρας» παραμένει ασθενής. Ο Ανέστης σιωπηρός άκουγε πως στα γεράματά του
αυτός που ξεπατρίστηκε και διώχτηκε για το δίκιο του κόσμου δεν είχε να περιμένει τίποτε πια, ούτε από το
σχολείο που ξεκάθαρα, χάραζε πορεία
πλεύσης στα Δυτικά. Όταν ο Δήμος ανακοίνωσε ότι προς ενίσχυση των κοινωνικών
δομών μεσούσης της κρίσης αναγκάζεται να παραχωρήσει σχολικό χώρο σε ιδιωτική,
αστική εταιρεία «μη κερδοσκοπική», ΜΚΟ τις λένε στα ελληνικά, κατάλαβε πως ήρθε
το τέλος.
Ο διαμερισμός των
ιματίων έγινε βιαστικά. Μέσα στο Δεκαπενταύγουστο με την Παναγιά να κοιμάται.
Κάποιοι το είδαν ΟΚ. Είχαν έλλειμμα πίστης. Όσοι αντιστάθηκαν στην παράδοση του
σχολείου φάνηκαν αστείοι και ξεπερασμένοι. Σα να μην έφταναν όλα αυτά ο
Δάσκαλος χάθηκε και η τύχη του αγνοείται. Το σιντριβάνι στέρεψε. Η μαρμάρινη
βάση παραμένει άδεια από την προτομή του Δ. Γληνού και η πινακίδα με το όνομα
της πλατείας στραμμένη στα δένδρα και τα παγκάκια. Αποπροσανατολισμός.
Προς το παρόν
παραμένει αναντικατάστατος αλλά και προς το μέλλον απ’ ότι φαίνεται. Οι κλέφτες
του μπρούντζου έκαναν χρυσή δουλειά. Άραγε τον έκλεψαν για τα κιλά του, για την
τέχνη ή για τις ιδέες του; Απορούσε ο Ανέστης συγχυσμένος με την απουσία του
Δασκάλου, στην κουβέντα με τον Φώντα.
- Σιγά ρε Ανέστη, μη θέλει κάποιος τις ιδέες του!
Τι να τις κάνει!
Μαγιά, του απάντησε εκείνος, για το ζύμωμα του
καινούριου κόσμου.
Ο Φώντας γέλασε. Αυτή
τη μαγιά Ανέστη ξέρεις καλά πως δεν την θέλει ούτε ο φούρναρης της γειτονιάς
πια. Την πέταξαν και ξίνισε. Με άλλους τρόπους φτιάχνουν το ψωμί για να ταΐζουν
τον Λαό σήμερα.
Ξύπνα Ανέστη! Αλλάξανε μέχρι και οι «φουρναραίοι».
Ο Ανέστης όμως
ξύπνιος, όπως πάντα, δεν έλεγε να κλείσει μάτι όλη τη νύχτα καθώς ξημέρωνε 5
του Οχτώβρη, ημέρα του εκπαιδευτικού. Ο Γληνός γιορτάζει σήμερα και αγνοείται
χαμένος στην ερημία και στη θλίψη. Η Unesco που ιδρύθηκε λίγο μετά το θάνατο
του Γληνού, το 1945, τον χαρακτήρισε σπουδαίο και μοναδικό για το έργο του και
τον κατέταξε στις εκατό μεγαλύτερες προσωπικότητες του κόσμου. Η ίδια οργάνωση
επίσης καθιέρωσε την 5η Οκτωβρίου ως ημέρα του εκπαιδευτικού. Παρά
ταύτα εκείνος δεν επέστρεψε στην πλατεία του για τη γιορτή του. Η άμεση
επιστροφή του Δασκάλου στην θέση του είναι χρέος των τοπικών αρχόντων του Δήμου
τώρα που έχουν και τα κλειδιά των σχολείων στο χέρι και μετέχουν στα κοινά της
εκπαίδευσης. Καθημερινά, δάσκαλοι, γονείς και μαθητές ρωτούν περνώντας από την
πλατεία του Δ. Γληνού: Πού είναι ο Δάσκαλος; Γιατί ο Δήμος δεν τον βάζει στη
θέση του; Απάντηση δεν παίρνουν μόνο σιωπή. Γιατί όπως φαίνεται ο
προσανατολισμός της παιδείας σήμερα δεν είναι στραμμένος στη μόρφωση αλλά στη
συμμόρφωση…
Μόνο όταν η εκκλησία του Δήμου αναγνωρίσει τον
προοδευτικό ρόλο της παιδείας και την αξία του δασκάλου, τότε ίσως ξημερώσει
και η μέρα για την επιστροφή του δασκάλου στον τόπο του και στα σχολεία μας.
Ξημέρωνε κι ο Ανέστης από το παγκάκι της πλατείας έβλεπε την επιστροφή του
Δασκάλου με το περιοδικό «Εργασία» στο χέρι που έγραφε: «Ο δάσκαλος, ο σωστός
δάσκαλος, πρέπει να είναι πάντα ένας κοινωνικός αναμορφωτής, ένας απόστολος
μιας θρησκείας, μιας θρησκείας ιδεών». Αλήθεια ή ψευδαίσθηση; Οψόμεθα.
Βιβλιογραφία
Δημήτρη
Γληνού, Τι είναι και τι θέλει το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, Πρόλογος Γιάννη
Ζεύγου, Υπουργού Γεωργίας. «Ο Ρήγας», Εκδοτικός οργανισμός, Αθήνα 1944.
Δημήτρη
Γληνού, Άπαντα (τόμοι 2) Σχόλια και εισαγωγή Φίλιππου Ηλιού [τόμος 1
(1898-1910), Αθήνα 1983 και τόμος 2 (1910-1914), Αθήνα 1983].
Δημήτρη
Γληνού, Εκλεκτές Σελίδες. (τόμοι 4) Επιμέλεια Λουκά Αξελού, εκδ. Στοχαστής,
τομ. Α’ (1971), τομ. Β’ (1971), τομ. Γ’ (1972), τομ. Δ’ (1975).
Ανδριανή
Στράνη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχόλια να είναι αντίστοιχα της ανάρτησης και να μην θίγουν την προσωπικότητα κανενός πολίτη.
Ευχαριστώ για τη Συμμετοχή