Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2012

Χιλή – Εργατικοί Αγώνες επί Αλιέντε


του Luis Angel Fernandez Hermana
Οι βασικοί αγώνες της εργατικής τάξης στην περίοδο της κυβέρνησης της Λαϊκής Ενότητας πραγματοποιήθηκαν σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο: την «Κοινωνική Περιοχή» (δηλαδή τον κρατικό τομέα) της οικονομίας. Αυτός ο τομέας ήταν το κεντρικό στοιχείο στην στρατηγική της κυβέρνησης για έναν «ειρηνικό δρόμο προς τον σοσιαλισμό». Σ’ αυτόν έλπιζε να βάλει τα θεμέλια μιας «νέας κοινωνίας» χρησιμοποιώντας τους νόμους και τους θεσμούς τους οποίους είχαν...
οικοδομήσει τα τελευταία 150 χρόνια οι κυρίαρχες τάξεις για να προστατεύουν την εξουσία τους. 

Η κυβέρνηση οργάνωσε την Κοινωνική Περιοχή σε συμφωνία με την CUT (την χιλιάνικη ΓΣΕΕ) για να διευκολύνει τις γραφειοκρατίες του κράτους και των συνδικάτων να ελέγξουν από κοινού την εργατική τάξη. Γι’ αυτό τον σκοπό, η συμφωνία πρόβλεπε λεπτομερώς τον τρόπο με τον οποίο οι ιδιωτικές επιχειρήσεις θα περνούσαν στο κράτος και το πώς θα διοικούνταν. 

Η συγκεκριμένη δομή που επιβλήθηκε, τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και στο επίπεδο των ξεχωριστών επιχειρήσεων, καθιέρωνε τη λήψη αποφάσεων από ένα συμβούλιο αποτελούμενο από πέντε μέλη διορισμένα από την κυβέρνηση, πέντε διορισμένα από το συνδικάτο (στο επίπεδο της επιχείρησης, μόνο τρία από τα συνδικάτα των χειρωνακτών εργατών, και από ένα από των υπαλλήλων και του επιστημονικού προσωπικού) με επικεφαλής έναν αντιπρόσωπο της κυβέρνησης. Αυτό σήμαινε ότι οι εργάτες βρίσκονταν πάντα στη μειοψηφία. 
Η κυβέρνηση διόρισε έναν γενικό επίτροπο σε όλα τα εργοστάσια της Κοινωνικής Περιοχής και σ’ αυτά που επρόκειτο να ενταχθούν σύντομα σ’ αυτήν. Η δουλειά αυτού του Επιτρόπου ήταν η ίδια με εκείνη των πρώην αφεντικών όταν έρχονταν αντιμέτωπα με τα αιτήματα των εργατών: είτε να τα απορρίψει είτε να πάρει μέτρα χωρίς να λαμβάνει υπόψη τους εργάτες. Γι’ αυτό το λόγο, πάρα πολλές εργατικές συνελεύσεις στα εργοστάσια απαιτούσαν την απομάκρυνση των «νέων αφεντικών» τους (που στο σύνολό τους ήταν στελέχη του Σοσιαλιστικού ή του Κομμουνιστικού Κόμματος) και το πέρασμα της διαχείρισης των εργοστασίων στους ίδιους τους εργάτες. 
Ένα ακόμα εμπόδιο στη δυνατότητα των εργατών να ελέγχουν τα πράγματα, έθετε ο τρόπος με τον οποίο ήταν οργανωμένη η ίδια η CUT. Παρόλο που οργάνωνε τακτικά εκλογές, αυτές γίνονταν με βάση κομματικές λίστες. Από την στιγμή που εκλεγόταν ένας συνδικαλιστής παρέμενε «ιδιοκτησία» του κόμματος που τον πρότεινε, το οποίο αν το επιθυμούσε μπορούσε να τον αντικαταστήσει. (Το MIR χρησιμοποίησε αυτό το τέχνασμα για να απομακρύνει τον Alejandro Alarcon, εκλεγμένο συνδικαλιστή του, όταν διαγράφτηκε από το κόμμα επειδή ζήτησε ένα δημοκρατικό συνέδριο στο οποίο θα εκφραστούν οι διαφορετικές τάσεις της βάσης). 
Η ιεραρχική δομή, παρόλα αυτά, δεν απέτρεψε την ανάδειξη της Κοινωνικής Περιοχής σε κύρια αρένα της πάλης της εργατικής τάξης. Η κυβέρνηση είχε θέσει αυστηρά όρια στον αριθμό των επιχειρήσεων που θα αναλάμβανε το δημόσιο. Όμως, οι εργάτες πάλεψαν να εντάξουν κι άλλες στον κρατικό τομέα –εν μέρει εξαιτίας της ανάγκης να αποκτήσουν τον έλεγχο του παραγωγικού μηχανισμού και εν μέρει επειδή οι μισθοί στον κρατικό τομέα ήταν μεγαλύτεροι από τους άλλους. Την ίδια στιγμή, δυνάμωνε η πάλη για οικονομικά αιτήματα. Η κυβέρνηση επέμενε ότι «πρέπει να κερδηθεί η μάχη της παραγωγικότητας, πρέπει να αυξηθεί η παραγωγή προς όφελος της χώρας, για να αφαιρέσουμε τη δύναμη από τους πλούσιους και να τη δώσουμε στους φτωχούς». Όμως, με τον πληθωρισμό να αυξάνεται (αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης που μάστιζε τη χώρα για δέκα τουλάχιστον χρόνια) αυτό που πραγματικά συνέβαινε ήταν ότι τα κέρδη πήγαιναν κατευθείαν στην τσέπη των μεγάλων επιχειρηματιών: οι διασυνδέσεις τους με τον παγκόσμιο καπιταλισμό και η πολιτική, στρατιωτική και ιδεολογική ισχύς τους, τους επέτρεπε να θέτουν τους κανόνες του παιχνιδιού όσον αφορά τις εξαγωγές, τις εισαγωγές, την πίστωση, την ποσότητα των παραγόμενων προϊόντων, και τον έλεγχο της διανομής, όπως και να επιδίδονται σε κάθε είδους μποϋκοτάζ, απάτη και μαύρη αγορά που τους βόλευε. 

Η απεργία των αφεντικών 

Παρόλο που η εργατική τάξη ανησυχούσε όλο και περισσότερο γι’ αυτά τα προβλήματα, πολλοί μικροί επιχειρηματίες ζημιώνονταν επίσης. Όμως, κατεύθυναν την αγανάκτησή τους ενάντια στην κυβέρνηση και την εργατική τάξη κι όχι προς τους μεγάλους επιχειρηματίες που κέρδιζαν εις βάρος τους. Ο θυμός τους εκφράστηκε με την «απεργία» των αφεντικών τον Οκτώβρη του 1972 κι η αστική τάξη άρπαξε αμέσως την ευκαιρία για να απομονώσει την εργατική τάξη με σκοπό να πάρει πίσω τις κατακτήσεις της τελευταίας. 
Η «απεργία» ξεκίνησε στην Punta Arenas, μια περιοχή στο νότο, όπου οι φορτηγατζήδες αντιτίθονταν στη δημιουργία μιας κρατικής εταιρείας μεταφορών. Οι μαγαζάτορες της περιοχής τάχτηκαν στο πλευρό τους. Σε διάστημα λιγότερο από μια βδομάδα, οι καπιταλιστές είχαν παραλύσει τη χώρα, είχαν αποκλείσει δρόμους, είχαν κλείσει όλα τα παραγωγικά κέντρα και τις δημόσιες υπηρεσίες. Τα αριστερά κόμματα ήταν συγχυσμένα. Οι αντιλήψεις τους γύρω από την ταξική πάλη δεν περιλάμβαναν φαινόμενα όπως μια γενική απεργία των αφεντικών. Μέσα στην αμηχανία τους, αντί να προσανατολίζονται με βάση το μαχητικό πνεύμα των εργατών, προτιμούσαν να κάνουν εκκλήσεις στα πατριωτικά αισθήματα των αστών και να τους υπενθυμίζουν ότι παραβιάζουν τη δημοκρατική νομιμότητα. 
Ήταν μια πολιτική που εξυπηρετούσε κατευθείαν την αστική τάξη και της πρόσφερε την ευκαιρία να νικήσει τους εργάτες. Όμως, οι εργάτες δεν ήταν διατεθειμένοι να αποδεχθούν παθητικά αυτή την ήττα. Τότε ήταν που άρχισαν να αναπτύσσονται πραγματικά τα βιομηχανικά cordones. 

Τα Cordones 

Η συγκρότηση αυτών των οργάνων είχε ξεκινήσει λίγους μήνες πριν τον Οκτώβρη. Συντόνιζαν όλα τα εργοστάσια μιας δεδομένης γεωγραφικής περιοχής και αρχικά ήταν ένας τρόπος για τα συνδικάτα να εξασφαλίζουν μια ενιαία ηγεσία για αιτήματα άμεσου οικονομικού χαρακτήρα. Οι ηγεσίες των cordones προέρχονταν προφανώς από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, παρόλο που ούτε η «Λαϊκή Ενότητα» ούτε η CUT τα είχαν αποδεχθεί και είχαν κατορθώσει να τα κάνουν περισσότερο μια ιδέα παρά πραγματικότητα. Ωστόσο τώρα, το εργατικό κίνημα υποχρεώθηκε να αναζητήσει απελπισμένα για κάποια μέσα αντιμετώπισης της αστικής τάξης στο πεδίο που εκείνη είχε επιλέξει –δηλαδή στο ποιος οργανώνει τις παραγωγικές σχέσεις. 
Οι εργάτες διαπίστωναν ότι τα δυο βασικά προβλήματα ήταν η οργάνωση της παραγωγής και η διανομή των προϊόντων κι ότι αυτές οι δυο δραστηριότητες έπρεπε να συνδυαστούν σε ένα κίνημα κοινωνικοποίησης όσο το δυνατόν πλατύτερο. Σε αυτό το πρώτο βήμα εξαρτιόταν το μέλλον τους ως τάξη. 
Ξεκίνησαν με την επίταξη όλων των επιχειρήσεων που είχαν εγκαταλείψει τα αφεντικά και την ένταξή τους στο αντίστοιχο cordon ή δημιούργησαν νέα cordones εκεί που δεν υπήρχαν. Μέσα σε λίγες μέρες, στο Σαντιάγκο είχαν δημιουργηθεί τα εξής cordones: Mapocho, Alameda Station, O’ Higgins, Macul, Cerrillos και Vicuna MacKenna. Μ’ αυτόν τον τρόπο άρχισε να αναπτύσσεται ένας αποτελεσματικός εργατικός έλεγχος. Οι εργάτες διεύθυναν την παραγωγή, το πολυδιαφημισμένο «επιχειρηματικό απόρρητο» καταστράφηκε όταν οι εργάτες άνοιξαν τα λογιστικά βιβλία και η διοίκηση των επιχειρήσεων έγινε πολύ πιο εύκολη. Κάθε cordon είχε μια εκτελεστική επιτροπή, η οποία εκλεγόταν από τις συνελεύσεις των εργοστασίων, και η δουλειά της οποίας ήταν ο συντονισμός όλων των δραστηριοτήτων στο συγκεκριμένο τομέα. Κάθε μέλος της επιτροπής αναλάμβανε να επιτελέσει μια συγκεκριμένη αποστολή, την οποία είχε αποφασιστεί πριν στη συζήτηση της συνέλευσης. 
Η άμεση ανάγκη σύνδεσης όλων αυτών των cordones μεταξύ τους και με τον υπόλοιπο πληθυσμό ώθησε στην εμφάνιση συντονιστικών επιτροπών, το κεντρικό νευρικό σύστημα των εργατικών οργανώσεων. Τα μέλη αυτών των συντονιστικών εκλέγονταν από τις εκτελεστικές επιτροπές των cordones και η βάση επέβλεπε στενά και συνεχώς τη δραστηριότητά τους, με την οποία διατηρούταν συνεχής επικοινωνία έτσι ώστε οι πρωτοβουλίες που προέρχονταν από τη βάση να μπαίνουν άμεσα σε εφαρμογή. Αυτές οι επιτροπές συνδέονταν επίσης με τις οργανώσεις των γειτονιών, δημιουργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ομόκεντρους κύκλους επιρροής, όπου με βάση το εργοστάσιο άγγιζε και το πιο απομακρυσμένο κομμάτι του πληθυσμού. 
Κάτω από την ομπρέλα των Commandos Communales βρίσκονταν οι juntas (επιτροπές) των γειτονιών, οι ομάδες των μητέρων, και οι juntas για τον Έλεγχο των Τιμών και της Διανομής Τροφίμων. Οι τελευταίες είχαν συγκροτηθεί από τη κρατική γραφειοκρατία λίγους μήνες πριν σαν μια απέλπιδα προσπάθεια να ελέγξει το μηχανισμό διανομής και ως υποκατάστατο για πιο αποτελεσματικά μέτρα στον ίδιο τον παραγωγικό μηχανισμό. Τώρα, στα χέρια των εργατών και στενά δεμένες με τον παραγωγικό κύκλο, αυτές οι οργανώσεις επεδείκνυαν μια λειτουργική ικανότητα πολύ μεγαλύτερη απ’ ότι μπορούσαν να φανταστούν οι δημιουργοί τους. 
Οι ηγεσίες των Commandos Comunales εκλέγονταν κι αυτές και οι στόχοι τους αποφασίζονταν από τις συνελεύσεις των αντίστοιχων juntas. Σε όλες αυτές τις εκλογές οι μάζες απέδειξαν τις οργανωτικές δυνατότητές τους και την ικανότητά τους στη λήψη αποφάσεων. Δεν μετρούσε ούτε το «όνομα» ούτε το δημαγωγικό υπόβαθρο του οποιουδήποτε: επιλέγονταν οι πιο αποφασιστικοί και οι πιο ικανοί. 
Με την ίδια αποφασιστικότητα παραμερίστηκαν σε ένα βράδυ όλοι οι κερδοσκόποι και οι μεσάζοντες. Τα αγαθά πήγαιναν κατευθείαν από το εργοστάσιο στον καταναλωτή. Η πώλησή τους ήταν άμεση και ελέγχονταν από τις μαζικές οργανώσεις. Μικρομάγαζα και σούπερ-μάρκετ που συμμετείχαν στην απεργία των αφεντικών επαναλειτουργούσαν με τη βία, και τις πωλήσεις τους τις έλεγχαν οι νοικοκυρές ενώ την περιφρούρησή τους την είχαν αναλάβει κόσμος από τις παραγκογειτονιές. Ο κόσμος που είχε κάνει κατάληψη στο σούπερ-μάρκετ στη λεωφόρο Macul, αντιστάθηκε σε δυο απόπειρες της αστυνομίας να ανακαταλάβει το χώρο, και υποχώρησε μόνο όταν η «απεργία» σταμάτησε και ύστερα από τις κατευναστικές παρεμβάσεις της Λαϊκής Ενότητας. 
Βρέθηκε λύση για την έλλειψη οχημάτων: δόθηκε η εντολή να επιταχθούν όλα τα ακινητοποιημένα φορτηγά και να χρησιμοποιηθούν είτε για τη μεταφορά αγαθών είτε επιβατών. Το εργοστάσιο τσιμέντου Ready Mix, διέθεσε όλα τα φορτηγά του στις Συντονιστικές Επιτροπές. Σε επίπεδο κοινότητας, συγκροτήθηκαν αυθόρμητα φρουρές για την περιφρούρηση αυτής της νέας δραστηριότητας και για την προστασία της τάξης από τις εντεινόμενες τρομοκρατικές επιθέσεις δεξιών ομάδων. 
Η βασική προτεραιότητα ήταν ο εφοδιασμός των πιο φτωχών εργατικών περιοχών στις πόλεις με τρόφιμα και άλλα βασικά αγαθά. Εντωμεταξύ, η αστική τάξη ζούσε είτε με τα συσσωρευμένα αγαθά της ή σε βάρος εκείνων των τμημάτων του πληθυσμού που επηρεάζονταν από φλυαρίες του Αλιέντε –όμως αυτά τα τμήματα ήταν λιγοστά σε σύγκριση με εκείνα που δρούσαν ελεύθερα. 
Στην διάρκεια της κρίσης του Οκτώβρη δημιουργήθηκαν οι συνθήκες ώστε η εργατική τάξη να ξεκινήσει την επίθεσή της στις εχθρικές θέσεις και να προετοιμαστεί για παραπέρα αγώνες, αυξάνοντας τη δύναμη των οργανώσεων που η ίδια είχε δημιουργήσει –τις μοναδικές οργανώσεις που μπορούσαν να ξεπεράσουν τον ιδεολογικό κατακερματισμό που είχε γεννήσει ο καπιταλισμός. 
Για πρώτη φορά μετά από δυο χρόνια σοσιαλιστικής φρασεολογίας εμφανιζόταν στην πράξη η προοπτική για την εξουσία των εργατών. Η εργατική τάξη με τη δημιουργική της ικανότητα έδειχνε ότι δεν αρκεί να μιλάς περί σχεδίων. Αυτό που χρειαζόταν ήταν να επιτεθείς στην αστική τάξη εκεί που πονάει περισσότερο: αποκλείοντάς την από την αναδιοργάνωση της παραγωγής, αποδεικνύοντας τον παρασιτικό και εκμεταλλευτικό χαρακτήρα της και ότι η κοινωνία μπορεί και χωρίς αυτήν. 
Παρόλο που το κίνημα είχε τη βάση του στην Κοινωνική Περιοχή, όπου ο έλεγχος της γραφειοκρατίας CUT ήταν πιο δυνατός, ξεκίνησε με την ώθηση της βάσης που έπαιρνε ως αφετηρία την ικανοποίηση των οικονομικών σκοπών της. Στη κρίσιμη στιγμή που αντιμετώπιζε η χώρα, αυτό σήμαινε αμφισβήτηση του δικαιώματος της αστικής τάξης να οργανώνει την κοινωνία. Υπό αυτή την έννοια, οι οικονομικοί αγώνες άγγιζαν ένα πολιτικό πρόβλημα –το σημαντικότερο πολιτικό πρόβλημα όλων των ταξικών αγώνων. Εμφανίστηκαν καταστάσεις όπως στην πόλη της Talca, όπου οι εργάτες κατέλαβαν, άρχισαν να γράφουν, να εκδίδουν και να τυπώνουν την εφημερίδα El Sur, χρησιμοποιώντας την για να δίνουν σαφείς οδηγίες για την ανάληψη του ελέγχου όλης της πόλης. 
Η κρίση συνολικά συνέβαλε στην εκπαίδευση των αγωνιστών και των εργατικών ηγεσιών με ένα νέο τρόπο: για πρώτη φορά στη ζωή τους κέρδιζαν πολιτική εμπειρία στενά δεμένα με τις μάζες και όχι μέσω άκαμπτων γραφειοκρατικών μηχανισμών. Οι κομματικές διαφορές εξαφανίστηκαν ανάμεσα στους εργάτες και όλα τα αριστερά κόμματα ήταν ενωμένα με τους ανένταχτους εργάτες και τα προλεταριακά τμήματα της Χριστιανοδημοκρατίας. Οι κρατικοί αξιωματούχοι είτε εξαφανίστηκαν είτε απορροφήθηκαν από το κίνημα. 
Ο συντονισμός των διαφορετικών οργάνων αναπτύχθηκε με βάση την οικονομική τους αλληλοσχέτιση. Οι βιομηχανίες ενσωματώθηκαν στα cordones, και από εκεί η επιρροή τους απλώθηκε σε άλλες κοινωνικές ομάδες μέσω των συντονιστικών επιτροπών οι οποίες, έκαναν δυνατή τη λειτουργία των οργανώσεων της γειτονιάς που συντονίζονταν στα Commandos Communales. 

Μ’ αυτόν τον τρόπο, η εργατική τάξη διατήρησε την ηγεσία της και έφερε και άλλες κοινωνικές ομάδες στον κοινό αγώνα (επαγγελματίες, φοιτητές, νοικοκυρές, κάτοικοι παραγκουπόλεων) κάτι που δεν είχε κατορθώσει ποτέ η Λαϊκή Ενότητα σε δυο χρόνια διακυβέρνησης. 
Το κίνημα δεν περιορίστηκε μόνο στην πρωτεύουσα Σαντιάγκο –ήταν πανεθνικό φαινόμενο. Οργανώσεις τέτοιου χαρακτήρα ξεπήδησαν και στις 13 πιο σημαντικές επαρχίες της χώρας. Ωστόσο, ο αυθόρμητος χαρακτήρας του κινήματος είχε ως αποτέλεσμα να επιτευχθεί ο πανεθνικός συντονισμός του. 
Τέλος, έγινε εμφανής ο παρασιτικός χαρακτήρας της αστικής τάξης. Αποδείχτηκε ότι οι εργάτες μπορούν να αναλάβουν τον έλεγχο της οργάνωσης της κοινωνίας και να αρχίσουν να γκρεμίζουν το μύθο περί του «αιώνιου» των αστικών σχέσεων παραγωγής. 

Η παρακμή των Cordones 

Ωστόσο, δεν λειτουργούσαν μόνο οι θετικοί παράγοντες. Το υποκειμενικό στοιχείο, δηλαδή η συνεχιζόμενη επιρροή των ρεφορμιστικών ιδεών της Λαϊκής Ενότητας, έφερε την αναδίπλωση του μαζικού κινήματος μετά την κρίση του Οκτώβρη. Πολύ πριν το τελικό πραξικόπημα, είχε δοθεί η ευκαιρία να πάρει ξανά κεφάλι και να επιβάλλει εκ νέου τη «νομιμότητά» της. Αυτό έγινε δυνατό επειδή: 
Οι εργάτες δεν αντιμετώπιζαν την κινητοποίησή τους ως μια άμεση ρήξη με τη ρεφορμιστική ηγεσία. Αντίθετα, η επικρατούσα αίσθηση ήταν πως η κινητοποίηση ήταν προς υποστήριξη αυτής της ηγεσίας. Η εργατική τάξη δεν μπορούσε μέσα σε τρεις βδομάδες αυθόρμητης δράσης να απελευθερώσει τη συνείδησή της από την ιδεολογία που κυριαρχούσε επί πενήντα χρόνια. Αυτή η ιδεολογία υμνούσε τόσο την τυπική, αστική δημοκρατία όσο και τους θεσμούς του αστικού κράτους, όπως τον στρατό, που τους παρουσίαζε στους εργάτες σαν να τους ανήκαν. Επειδή η κρίση πήρε τη μορφή μιας επίθεσης στην κυβέρνηση της Λαϊκής Ενότητας, οι εργάτες μπορούσαν να πιστεύουν ότι οι ίδιοι αποτελούσαν μονάχα ένα δευτερεύοντα στόχο αυτής της επίθεσης (ενώ, στην πραγματικότητα, η κύρια επίθεση είχε στόχο τις κατακτήσεις τους) και να κατευθύνουν όλη τη δραστηριότητά της στην επανεπιβεβαίωση της ηγεσίας της Λαϊκής Ενότητας στο κρατικό μηχανισμό. Δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί το ποιοτικό άλμα της μετατροπής των εργατικών οργανώσεων των δημιουργημένων στην κρίση, σε ανεξάρτητους προλεταριακούς θεσμούς. Δεν υπήρχε επαναστατικό κόμμα που να υποστηρίζει τις κατακτήσεις των εργατών και η πλειοψηφία των εργατών βρίσκονταν ακόμα υπό την επιρροή του ρεφορμισμού. 
Στο μέσο της κρίσης η κυβέρνηση ανακήρυξε μια «ζώνη έκτακτης ανάγκης» βάζοντας στο παιχνίδι τις ένοπλες δυνάμεις. Ξεκίνησε μια μεγάλη προπαγανδιστική εκστρατεία που παρουσίαζε τις ένοπλες δυνάμεις να «υποστηρίζουν τους σκοπούς του λαού, γιατί ο λαός δρα στα πλαίσια του Συντάγματος και των νόμων». Όμως, αυτό που συνέβη πραγματικά, ήταν ότι ο στρατός έκανε ότι περνούσε από το χέρι του ώστε να ελέγξει τη δραστηριότητα των μαζικών οργανώσεων και να διασφαλίσει ότι οι αστικοί θεσμοί θα παραμείνουν ανεπηρέαστοι. Συνεπής με τις ρεφορμιστικές παραδόσεις της, η εργατική τάξη δεν μπορούσε να φανταστεί κάποιου είδους πολιτική ενάντια στους στρατιωτικούς. Και μ’ αυτό τον τρόπο διευκόλυνε την δράση των τελευταίων όταν σταμάτησε η απεργία των αφεντικών. 

Η αστική τάξη εκμεταλλεύθηκε την ιδεολογική σύγχυση της εργατικής τάξης για να εξασφαλίσει μια έκβαση προς όφελός της. Με τη συναίνεση των αριστερών, εκπρόσωποι του στρατού μπήκαν στο υπουργικό συμβούλιο του Αλιέντε και όλη η προσοχή επικεντρώθηκε στην εκλογική μάχη του Μάρτη. Κάνοντας τις εκλογές να μοιάζουν ως ο άξονας γύρω από τον οποίο περιστρέφεται η ταξική πάλη, η αστική τάξη, με τη συνεργασία της Λαϊκής Ενότητας, μείωσε τις πιθανότητες η δράση του κόσμου να ξεφύγει από έλεγχο και να ξεπεράσει τα όρια του συστήματος. 

Το αποτέλεσμα ήταν ότι το κίνημα που είχε αναπτυχθεί τον Οκτώβρη υποχώρησε και αποσυντέθηκε. Οι κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις περιορίστηκαν σε αστικά πλαίσια και σ’ αυτή την κατάσταση οι ένοπλες δυνάμεις αναδείχτηκαν σε εγγυητή. 

Κανένα από τα αριστερά κόμματα δεν στήριξε την εργατική τάξη στην αντιπαράθεσή της με τους αστούς. Αυτά τα κόμματα προτίμησαν να συμφιλιωθούν με τους καπιταλιστές παρά να υποστηρίξουν ολόψυχα τις προσπάθειες των εργατών. Ακόμα και το MIR δήλωσε ότι υποστηρίζει την κυβέρνηση Λ.Ε-στρατιωτικών «εάν και εφόσον ενθαρρύνει τον αγώνα των μαζών». Τα συνδικάτα δεν ήταν επαρκώς ευλύγιστα ή αντιπροσωπευτικά ώστε να είναι σε θέση να ηγηθούν της πάλης. 

Οι οργανώσεις που γεννήθηκαν τον Οκτώβρη χρειάζονταν την ανάπτυξη και επέκταση της σφαίρας δράσης τους από την οικονομική αντιπαράθεση στην πολιτική. Μόνο με αυτό τον τρόπο θα μπορούσαν να γίνουν εργαλεία ικανά να διασφαλίσουν την ιδεολογική και πολιτική ανεξαρτησία της τάξης και κατάλληλα για την κατάληψη της εξουσίας. 

Παρόλα αυτά, το Κομμουνιστικό Κόμμα κι όσοι ακολουθούσαν τη γραμμή του, ισχυρίστηκε ότι η έκβαση της απεργίας των αφεντικών συνιστούσε νίκη για την εργατική τάξη. Παρότρυνε τους εργάτες να εκφράσουν αυτή τη νίκη στις κάλπες. Κι από τη στιγμή που αυτό γινόταν ο κεντρικός σκοπός του πολιτικού αγώνα, το ΚΚ υποστήριξε τη διαταγή των στρατιωτικών για παράδοση στα αφεντικά όσων επιχειρήσεων είχαν καταληφθεί τον Οκτώβρη. Και δεν ήταν μόνο αυτό. Το κόμμα μποϋκοτάρισε τα cordones και ετοίμασε νόμους οι οποίοι έδιναν εγγυήσεις ότι δεν θα πρέπει να επαναληφθεί «τέτοια ακραία συμπεριφορά που οδηγεί στην χωρίς διακρίσεις κατάληψη των εργοστασίων» (φράση από το εισηγητικό κείμενο του κομμουνιστή υπουργού Οικονομικών Orlando Millas). Κατόπιν αυτών, ένας μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων επιστράφηκαν στους αρχικούς τους ιδιοκτήτες, αν και αυτή η διαδικασία διήρκεσε μήνες, με συνεχείς καταλήψεις και ανακαταλήψεις εργοστασίων όπως στη βιομηχανία ηλεκτρονικών στη πόλη Arica στα βόρεια. 

Το Σοσιαλιστικό Κόμμα και το MIR χρησιμοποιούσαν και τα δυο μια απειλητική και υπεροπτική φρασεολογία απέναντι στους αστούς. Όμως το Σοσιαλιστικό Κόμμα παρέμενε στην κυβέρνηση, και τα δυο κόμματα έδιναν την έμφαση στην προετοιμασία για τις εκλογές και την ανάγκη αποτροπής, με κάθε κόστος, μιας αστικής πλειοψηφίας στο κοινοβούλιο. 

Από τον Οκτώβρη μέχρι τον Μάρτη τόσο οι Συντονιστικές Επιτροπές όσο και τα Commandos Communales ατόνησαν και βαθμιαία εξαφανίστηκαν. Χωρίς περιεχόμενο και χωρίς βραχυπρόθεσμους δημιουργικούς στόχους, αποδυναμώθηκαν από τις απαιτήσεις τις εκλογικής προσπάθειας. Αυτό το είδος δράσης σήμαινε, όμως, ότι το πνεύμα του Οκτώβρη είχε χαθεί. 

Στις εκλογές η Λαϊκή Ενότητα απέσπασε ένα έξοχο 43% των ψήφων. Όμως, οι ρεφορμιστές πίστευαν, όπως πάντοτε, ότι αυτό το υψηλό ποσοστό σηματοδοτούσε την υποστήριξη για τις συμφιλιωτικές πολιτικές τους και δεν έβλεπαν ότι ήταν αποτέλεσμα μιας ολοένα και μεγαλύτερης όξυνσης της ταξικής πάλης που χώρισε τους ψηφοφόρους σε δυο πόλους: δεξιά και αριστερά. 

Το πρελούδιο του πραξικοπήματος 

Μετά τις εκλογές στην εργατική τάξη δεν δόθηκε καμιά πολιτική κατεύθυνση. Όταν τα cordones προσπάθησαν να συνεχίσουν τις προσπάθειες επίλυσης των άμεσων προβλημάτων της διανομής, ιδρύοντας τοπικά μαγαζιά και σημεία διανομής, η κρατική γραφειοκρατία ταχύτατα μπλόκαρε τις πρωτοβουλίες τους. Η αστική τάξη βρέθηκε με τα χέρια λυμένα να προετοιμάζει το τελικό χτύπημα. 

Η εμφάνιση των τανκς στους δρόμους κατά το αποτυχημένο πραξικόπημα της 29ης Ιούλη έδειξε την σκληρή πραγματικότητα των σχεδίων για το εργατικό κίνημα που σχεδίαζε η αστική τάξη. Όμως, η κυβέρνηση της Λαϊκής Ενότητας θεώρησε το πραξικόπημα μια πράξη τρέλας ενός μεμονωμένου λοχαγού με την υποστήριξη της ακροδεξιάς. Η CUT κάλεσε τους εργάτες να δείξουν εμπιστοσύνη στα πατριωτικά αισθήματα των στρατιωτών και ταυτόχρονα να καταλάβουν τα εργοστάσια και να παραμείνουν ήσυχοι. Ολόκληρη η αριστερή ηγεσία υποστήριξε αυτή την πολιτική. Όσοι έβγαζαν λόγους για την ακατάβλητη δύναμη των μαζών ή κόμπαζαν για τα βήματα που είχαν κάνει προς τον σοσιαλισμό (θαρρείς και το να μιλάς γι’ αυτόν ήταν σαν να τον πραγματοποιείς) το μόνο που βρήκαν να πουν όταν τα θωρακισμένα των αστών εμφανίστηκαν στους δρόμους ήταν να συστήσουν ηρεμία και γαλήνη στους εργάτες –και να συνεχίσουν να παράγουν ότι και να γίνει. 

Η αστική τάξη αποφάσισε να λύσει μια και καλή το πιο εμφανές και σημαντικό της πρόβλημα: την ύπαρξη μιας πραγματικής εργατικής πρωτοπορίας που αναζωογονούσε τα βιομηχανικά cordones. 

Μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα αυτή η πρωτοπορία είχε αντιληφθεί τι πραγματικά είχε συμβεί. Είχε αρχίσει να αντιλαμβάνεται την ταλάντευση της Λαϊκής Ενότητας μπροστά στην αστική επίθεση. Αυτό έγινε ακόμα πιο αισθητό με την νέα επίθεση των ιδιοκτητών φορτηγών και βασικά δεξιών συνδικάτων υπαλλήλων που προσπάθησαν να επιβάλλουν τους ίδιους όρους όπως τον Οκτώβρη αλλά με μια διαφορά: οι δεξιές συνομοσπονδίες απαιτούσαν τώρα ανοιχτά την παραίτηση του Αλιέντε. Σε τέτοιες συνθήκες, θα περίμενε κανείς ότι η εκμεταλλευόμενη τάξη θα διέκρινε πιο καθαρά τους σκοπούς του αγώνα σε σχέση με τον Οκτώβρη. 

Όμως, τελικά, η δύναμη που είχε μάθει καλύτερα τα μαθήματά της ήταν η αστική τάξη. Αυτή τη φορά δεν ήταν διατεθειμένη καμιά πρωτοβουλία που θα απειλούσε τη σταθερότητά της ως τάξη. Γι’ αυτό τον σκοπό υιοθέτησε μια τακτική αντιπαραθέσεων μικρής κλίμακας, με στόχο την υπονόμευση της πολιτικής συνοχής των εργατών που υποχρεώθηκαν να υποχωρούν όλο και πιο βαθιά στο «εσωτερικό» των χώρων δουλειάς. Οι εργάτες εμποδίζονταν να αναλάβουν δράση στο δρόμο, στα εργοστάσια διεξάγονταν έρευνες από το στρατό για εντοπισμό όπλων, κέντρα αγροτικής μεταρρύθμισης καταστρέφονταν, διάφοροι κρατικοί τομείς παράλυαν. Όλα αυτά σε συνδυασμό με τρομοκρατικές ενέργειες από την ακροδεξιά –σαμποτάζ και δολοφονιών συμπεριλαμβανομένων- οι οποίες γενικεύονταν και γίνονταν όλο και πιο βίαιες. 

Αυτή τη φορά η αστική τάξη δεν εξαπέλυσε άμεσα μια «απεργία» όπως του Οκτώβρη επιτρέποντας έτσι στην εργατική τάξη να αντιδράσει με τα μέσα που θεωρούσε κατάλληλα. Αντίθετα, οι κυρίαρχες τάξεις προετοιμάστηκαν πολύ προσεκτικά για το τελικό χτύπημα, αποδυναμώνοντας την ικανότητα των εργατών να αντισταθούν. Υποβοηθούνταν από το ότι οι εργάτες συνέχιζαν να επηρεάζονται από τα κενά συνθήματα του ρεφορμισμού που τους έλεγε να παραμείνουν παθητικοί και πάνω από όλα από το γεγονός ότι στα cordones που είχαν δραστηριοποιηθεί ξανά, δεν επιτρεπόταν να απλώσουν τη βάση τους πέρα από τη βιομηχανία που είχαν στηριχτεί αρχικά. Οι εργάτες που άρχισαν να βλέπουν τι χρειαζόταν να γίνει, έπρεπε να αναμετρηθούν με την CUT εμπόδιζε πεισματικά την ανάπτυξη των cordones, τα κατήγγειλε σαν «διασπαστικές οργανώσεις» και προσπάθησε να τα μετατρέψει σε απλά εδαφικά παραρτήματα του συνδικαλιστικού μηχανισμού. Οι εργάτες απάντησαν ότι η πάλη για την αποκατάσταση του ταξικού περιεχομένου του συνδικάτου δεν μπορούσε να θεωρείται «διασπαστική» και η πρόταση για μια ανεξάρτητη οργάνωση της τάξης έθετε τον αγώνα στο πλαίσιο της αναμέτρησης των δυο τάξεων. 

Το Κομμουνιστικό Κόμμα ήταν πολύ πιο ευθύ στις ενέργειές του. Καταρχήν, προσπάθησε να σαμποτάρει τα cordones, στήνοντας τα δικά του, στα οποία συμμετείχαν μόνο μέλη του. Κατόπιν, όταν αυτή η προσπάθεια αποδείχτηκε μάταιη, απαίτησε να αναλάβουν την ηγεσία των cordones οι δικοί του συνδικαλιστές μιας και ανήκανε «στο πιο σημαντικό εργατικό κόμμα». Προσπαθούσε να εμποδίσει την υλοποίηση αυτού που ζητούσαν πραγματικά οι εργάτες: εργατική δημοκρατία στην οποία οι ηγεσίες θα εκλέγονταν στις εργατικές συνελεύσεις, με αρμοδιότητες για συγκεκριμένα καθήκοντα, και ανακλητοί σε οποιαδήποτε στιγμή. 

Ενόσω ξεδιπλωνόταν ο αγώνας γύρω από τα cordones, οι εργάτες έπρεπε να διεξάγουν και μια δύσκολη μάχη με τον ρεφορμισμό στο οικονομικό μέτωπο: τον Οκτώβρη του 1973 θα έπρεπε να κατατεθούν τα αιτήματα για τις νέες συμβάσεις. 

Ο Αλιέντε είχε ήδη δώσει σε κάθε σοβαρή προσπάθεια γύρω από αυτό το ζήτημα τον χαρακτηρισμό της «οικονομίστικης». Ωστόσο οι εργάτες δεν έδιναν ιδιαίτερη προσοχή σ’ αυτά. Μέσω των cordones, όλα τα σωματεία στην οικοδομή πρόβαλαν κοινά αιτήματα, επιμένοντας σε αυξήσεις ανάλογες με εκείνες του κόστους ζωής, δηλαδή γύρω στα 300%. Οι κλωστοϋφαντουργοί και οι εργάτες στα ορυχεία χαλκού έκαναν το ίδιο, για πρώτη φορά στην ιστορία τους. 

Ωστόσο, η επιρροή της Λαϊκής Ενότητας εμπόδισε ξανά τη διαμορφούμενη πρωτοπορία της τάξης να συντονιστεί και να συγκεντροποιηθεί και από το να ξεπεράσει την απομονωσή της από άλλες κοινωνικές ομάδες και προλεταριακά κέντρα. Ο ταξικός εχθρός συνέχισε να έχει χώρο για ελιγμούς, τον οποίο και χρησιμοποίησε για να πραγματοποιήσει το πραξικόπημα του Σεπτέμβρη και να επιβάλει την πιο σκληρή καταστολή. 

Συμπέρασμα 

Παρά την ήττα της, η χιλιάνικη εργατική τάξη έδειξε ποιος είναι ο δρόμος για να πάει το κίνημα εμπρός, τόσο από πολιτική όσο κι από οικονομική σκοπιά. Αυτά αποτελούν το αναγκαίο κλειδί για το οποιοδήποτε ξαναζωντάνεμα της πάλης ενάντια στο κεφάλαιο στη Χιλή. Όποια πολιτική αγνοεί την ουσία αυτών των εξελίξεων, που είναι ζωντανή στην συνείδηση των εργατών, θα είναι καταδικασμένη εκ προοιμίου σε αποτυχία, γιατί θα προσπαθεί να διατυπώσει μια πολιτική για λογαριασμό της εργατικής τάξης κι όχι από την εργατική τάξη. 

Όσοι ανεβάζουν τον Αλιέντε στο βάθρο του «μάρτυρα της επανάστασης» απλά δεν μπορούν να αντιληφθούν την κατάσταση των εργατών που ενώ περίμεναν τη σειρά τους να βασανιστούν στο Στάδιο, συζητούσαν σε ομάδες ασκώντας κριτική στις αυτοκτονικές πολιτικές του, πολιτικές που έδιναν πάντοτε περισσότερη «εμπιστοσύνη» στην αστική τάξη και τους στρατηγούς της απ’ ότι στη μαχητική ικανότητα των εργατών. 

Ηδη στην Talca, στη Lota στη Schwager και σε δυο εργοστάσια στο Σαντιάγκο έχουν ξεσπάσει πολιτικές απεργίες με αίτημα την απελευθέρωση των συναδέλφων από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Όμως, όλα αυτά δεν σημαίνουν και πολλά για τους μεσοαστούς επαναστάτες που βλέπουν ως μόνη διέξοδο από τη σημερινή κατάσταση μια φανταστική εξέγερση ενάντια στο καθεστώς και που πιστεύουν ότι το σκληρό χτύπημα που δέχτηκε η εργατική τάξη αποδεικνύει μόνο ότι χρειάζεται τη βοήθειά τους για να απελευθερωθεί. 

Η χιλιάνικη εργατική τάξη μαζί με το αίμα της έχασε και πολλές από τις αυταπάτες της στην τυπική δημοκρατία. Όμως, έμαθε επίσης ότι απλά η επιθυμία για ανατροπή του συστήματος δεν αρκεί για τη νίκη, εκτός αν η εργατική τάξη διαθέτει το κατάλληλο εργαλείο για τη διασφάλιση του ηγετικού της ρόλου και για το τράβηγμα στο πλευρό της όλων των τομέων που είναι αφοσιωμένοι στη σοσιαλιστική επανάσταση. 

Οι οργανώσεις που παραμένουν άθικτες στη Χιλή έχουν δυο επιλογές: είτε να ανασυγκροτήσουν το κίνημα της τάξης ή να δράσουν έξω από την τάξη αποδιοργανώνοντάς την ακόμα περισσότερο. Ο καιρός θα δείξει ποια από τις δυο θα γίνει πράξη. 

Μετάφραση: Λέανδρος Μπόλαρης 

Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στο περιοδικό International Socialism No 66, February 1974. Ο συγγραφέας του βρισκόταν στη Χιλή μέχρι και το πραξικόπημα του Πινοτσέτ. To ΙS εκδίδεται από το βρετανικό SWP. Μπορείτε να διαβάσετε την έκδοση στα αγγλικά εδώ:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε τα σχόλια να είναι αντίστοιχα της ανάρτησης και να μην θίγουν την προσωπικότητα κανενός πολίτη.
Ευχαριστώ για τη Συμμετοχή